γεωργούς

γεωργούς
γεωργός
tilling the ground
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • SAMARIA — I. SAMARIA nomen viri, 1. Paral. c. 12. v. 5. II. SAMARIA regio palaestinae inter Iudaeam ad Meridiem, et Galilaeam ad Septentrionem, Tribus Ephraim et Manasse cis Iordanein complexa, cum urbe eiusdem nominis, pulcherrima et munitissima, ac post… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • PRAENESTE — urbs Latii una ex celeberrimis, in sinibus Aequorum, a Româ 24. mill. pass. versus Fucinum lacum. Memoratur Plauto, Ciceroni, pro Planc. c. 26. Varroni, Virgilio, Propertio, Horatio, Livio, Dionysio, Velleio, Val. Maximo, Straboni, Plinio, Statio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • γεωργόφιλος — η, ο αυτός που δείχνει ενδιαφέρον για τους γεωργούς …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • κάστα — Κλειστή κοινωνική ομάδα, με κύριο σκοπό την ακέραια μεταβίβαση της πολιτιστικής και βιολογικής κληρονομιάς της. Η κ. προέρχεται από τη λατινική λέξη castus που σημαίνει αγνός, καθαρός. Μολονότι υπάρχουν κ. σε μερικούς αφρικανικούς και… …   Dictionary of Greek

  • καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη …   Dictionary of Greek

  • λίσχρος — λίσχρος, ὁ (Α) 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «λίσχρος φειδωλός» 2. στον πληθ. οἱ λίσχροι φυτά τα οποία αναστρέφονται με το άροτρο από τους γεωργούς μέσα στη γη για να κάνουν το χώμα πλουσιότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. με τη δεύτερη σημασία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”